μάζωξη — η συγκέντρωση, συνάθροιση, μάζεμα: Έγινε μάζωξη στο σπίτι του γαμπρού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μάζωξη — η [μαζώνω] 1. συνάθροιση, συλλογή 2. (για πρόσ.) συγκέντρωση, σύναξη … Dictionary of Greek